- πυργόβαρις
- -εως ἡ N 3 0-0-0-1-1=2 Ps 121(122),7; PSal 8,19citadel, fortress; neol.Cf. MUNNICH 1983, 78-80; WALTERS 1973, 186; WEBER 1950, 20-32; WILL, E. 1987b, 253-259
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
πυργόβαρις — battlemented house fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργόβαρις — άριδος και άρεως, ο, ΝΑ, θηλ. πυργόβαρις, ἡ, Α νεοελλ. ναυτ. παλαιός τύπος θωρακισμένου πολεμικού πλοίου η εξέλιξη τού οποίου οδήγησε στα σύγχρονα θωρηκτά και ντρέντνοτ αρχ. το θηλ. οχυρό με επάλξεις, φρούριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + βᾶρις «μεγάλη … Dictionary of Greek
πυργοβάρεις — πυργόβαρις battlemented house fem nom/voc pl (attic epic) πυργόβαρις battlemented house fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργοβάρεσι — πυργόβαρις battlemented house fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργοβάρεσιν — πυργόβαρις battlemented house fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek
πυργοβάρεων — πυργοβάρεω̆ν , πυργόβαρις battlemented house fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργοβάρεως — πυργοβάρεω̆ς , πυργόβαρις battlemented house fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)